-
1 κοῦρος
1 son ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον Iamos O. 6.41πρόγονοι, ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56
καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε κουρ[ (κοῦ[ρος supp. Snell, i. e. Teneros: κού[ρα Reitzenstein) fr. 51b.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский